Πόσες Φορές με επισκεφτήκατε...!!

24 Φεβ 2012

Εφέτος συμπληρώνονται 100 απ’ τη γέννηση του μεγάλου ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου.

Δεν θα μιλήσουμε για ποίηση. Θα τη χρησιμοποιήσουμε για να δούμε μερικές εικόνες απ’ το… μέλλον.!! Ένα "μέλλον" το οποίο το έχουν πουλήσει εδώ και πολύ καιρό τα λαμόγια που εσείς ψηφίζετε ...!!

 Ας θυμηθούμε ένα ποίημα του μεγάλου ποιητή, «τα δεκατέσσερα παιδιά». Παιδιά της ηρωικής Ελλάδας που μόλις είχε βγει από τον δεύτερο πόλεμο, έναν εμφύλιο και μια… λαμπρή εκστρατεία στην Κορέα.

Μια δασκάλα τραυματισμένη, δεκατέσσερα παιδάκια κοκαλιασμένα απ’ την πείνα ένα χωριό ορεινό, χειμώνας και πείνα…

 

Πόσοι πάγωσαν στην είδηση της λιποθυμίας παιδιών από πείνα σε σχολεία της Αθήνας;
Πόσοι δεν πίστεψαν ύστερα την είδηση ότι οι δάσκαλοι ζητούσαν συσσίτιο απ’ το βρεφοκομείο;
Πόσους ξένισε η είδηση ότι το υπουργείο θα μοιράσει μερίδες;
Είναι που ξεχνάμε. Ξεχνάμε εύκολα

  

 
Τ δεκατέσσερα παιδιά

«...
ν ρχ ν γάπη...» μελωδοσε γιομίζοντας
τ γυμνό σου δωμάτιο μι παράξενη ρπα
καθς σ᾿ παιρνε πνος κα τ χέρι σου, κρύο,
σν κλων λεμονις σ νεκρό, ναπαύονταν
πάνω στ στθος σου. Κ᾿ βλεπες
πς νοιγε τάχα μι πόρτα στν πνο σου.
Πς μπαναν τ δεκατέσσερα παιδι λυπημένα
κα στεκόντουσαν γύρω σου. Τ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σ τζάμια: «λεος! λεος! λεος!...»
Τινάζοντας τ βροχ κα τ χιόνι π πάνω τους,
τ ζύγιαζες μ τ βλέμμα σου σ νθελες ν τος κόψεις
τν ετυχία στ μέτρα τους, ν ρπα συνέχιζεν
παλ μς στν πνο σου: «,τι θέλει κανες
μπορε ν φτιάξει μ τν γάπη. λιους κι στέρια,
οδνες κα κλήματα...» λλ σ προτιμοσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστ στ λαιμό-
γιατ φυσάει πολ στ Καλέντζι!
βλεπες πς άβεις μ τ δυό σου χέρια,
βλεπες πς ζυμώνεις μ τ δυό σου χέρια
κι νειρευόσουν πς μπαίνεις στν τάξη
μ δεκατέσσερες φορεσιές,
μ δεκατέσσερα χριστόψωμα στν γκαλιά σου.

λλ ξύπναγες τ πρω κι κουγες πο βρεχε.
Σ δίπλωνε σ μι λύπη τ᾿ διάβροχό σου
κι δρόμος γι τ σχολει γινόταν πι δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εχες σκυμμένο τ πρόσωπο
σ νταν κάποιος πάνω σου κα ν σ᾿ κρινε
γι τ᾿ δεια σου χέρια. Σ νφταιγες μάλιστα,
σ᾿ λη τ διαδρομ σ μπάτσιζε τ χιονόνερο.

μπαινες στ σχολει κ᾿ πως τ᾿ ντίκριζες
μοιραζόταν σ δεκατέσσερα χαμόγελα τ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πς γκάλη σου ταν μισ
κι νεβαίνοντας πάνω στν δρα σου
νοιγες τ λύπη σου κα τ σκέπαζες
πως ορανς σκεπάζει τ γ.

ρα 8 κα 20 κριβς.
Τ μάθημα ρχίζει κανονικά.
σ πάνω π᾿ τν δρα κι π᾿ ντίκρυ σου Χριστός,
παλς κα γλυκς μς στ κάδρο του,
δίνετε τ χέρια πάνω π τ κεφάλια τους
ν τος κάμετε μι στέγη π ζεστασι
γιατ σς ρθανε κα σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ λύπη περπατάει μς στ μάτια τους
πως σπουργίτης πάνω στ φράχτη.

Τ καλαμπόκι δν ψώμωσε τ περσιν καλοκαίρι
κι κος τ ψωμάκι πο κλαίει μς στς μπόλιες τους.
ρα 10 κα 20. Τ μάθημα συνεχίζεται.
Ο σπουργίτες σου χτυπον τ φτερά τους.
Τ μολύβι πεθαίνει νάμεσα στ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
καρδιά σου εναι τώρα μι στάμνα σπασμένη.
Τ λόγια σου βγαίνουν ργ σ μι βρύση πο στέρεψε:
« μέγας λέξανδρος... μέγας λέξανδρος... μέγας λέξανδρος...».
Τ δάχτυλά σου εναι πέντε. Τ μέτρησες δέκα φορές.
Τ δάχτυλά σου εναι πέντε. Μετρς τ να χέρι σου
᾿ λλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σ συννεφιά-
τ δάχτυλά σου εναι πέντε. Σηκώνεις τ πρόσωπο,
κοιτάζεις τ στέγη, κάνεις πς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στν δρα, ξεφυλλίζεις τν Ασωπο,
κατεβαίνεις κα γράφεις στ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τν οραν π᾿ τ παράθυρο,
γυρίζεις τ κεφάλι σου λλο,
δ μπορες λλο παρ ν κλάψεις.
Παίρνεις τ μαθητολόγιο στ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις ν βρες, τ σηκώνεις διαβάζοντας
κα σκεπάζεις τ πρόσωπό σου.

Τ σύννεφα χουν μπε μς στν τάξη.
ντίκρυ σου κι Χριστς παραδέρνει σ᾿ μηχανία.
Θαρρες κα σηκώνει στ᾿ λήθεια τ χέρια του
νωμένα στ φς πο πέφτει π πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα πως τ μεσάνυχτα στ Γεθσημαν
κα δν εμαι κε ν σο χτυπήσω τν μο
κα δν εμαι κε ν σο επ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον ν βγε π᾿ τ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τν αθουσα γρήγορα,
μν τν φήνεις κτεθειμένο στ βλέμματα τν παιδιν,
δός του να βιβλίο ν κάνει πς συλλαβίζει,
δός του να βιβλίο ν κρύψει τ μάτια του.

Να ευχαριστήσω τον φίλο μου Λεό για το ποίημα.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: